στεφάνωση
Смотреть что такое "στεφάνωση" в других словарях:
στεφάνωση — η / στεφάνωσις, ώσεως, ΝΜΑ [στεφανῶ, ώνω] η ενέργεια τού στεφανώνω, στεφάνωμα, στέψη νεοελλ. 1. ο γάμος, η γαμήλια στέψη 2. μτφ. βράβευση … Dictionary of Greek
στεφάνωση — η στεφάνωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στεφανώσῃ — στεφανώσηι , στεφάνωσις crowning fem dat sg (epic) στεφανόω to be put round in a circle aor subj mid 2nd sg στεφανόω to be put round in a circle aor subj act 3rd sg στεφανόω to be put round in a circle fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεφανώσηι — στεφάνωσις crowning fem dat sg (epic) στεφανώσῃ , στεφανόω to be put round in a circle aor subj mid 2nd sg στεφανώσῃ , στεφανόω to be put round in a circle aor subj act 3rd sg στεφανώσῃ , στεφανόω to be put round in a circle fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στέψη — η / στέψις, εως, ΝΜΑ [στέφω] η ενέργεια τού στέφω, στεφάνωση νεοελλ. 1. η επίσημη τελετή τής ανάρρησης ηγεμόνα στον θρόνο, κατά την οποία αυτός φορεί για πρώτη φορά το στέμμα 2. η τελετή τού γάμου, το στεφάνωμα … Dictionary of Greek
στεφάνωμα — στεφάνωμα, το και στεφάνωση, η 1. περιβολή με στεφάνι. 2. επιβράβευση, ανταμοιβή. 3. στέψη: Το στεφάνωμά τους έγινε από το δεσπότη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)