στεφάνωση

στεφάνωση
[-ις (-εως)] η см. στεφάνωμα

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "στεφάνωση" в других словарях:

  • στεφάνωση — η / στεφάνωσις, ώσεως, ΝΜΑ [στεφανῶ, ώνω] η ενέργεια τού στεφανώνω, στεφάνωμα, στέψη νεοελλ. 1. ο γάμος, η γαμήλια στέψη 2. μτφ. βράβευση …   Dictionary of Greek

  • στεφάνωση — η στεφάνωμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στεφανώσῃ — στεφανώσηι , στεφάνωσις crowning fem dat sg (epic) στεφανόω to be put round in a circle aor subj mid 2nd sg στεφανόω to be put round in a circle aor subj act 3rd sg στεφανόω to be put round in a circle fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεφανώσηι — στεφάνωσις crowning fem dat sg (epic) στεφανώσῃ , στεφανόω to be put round in a circle aor subj mid 2nd sg στεφανώσῃ , στεφανόω to be put round in a circle aor subj act 3rd sg στεφανώσῃ , στεφανόω to be put round in a circle fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στέψη — η / στέψις, εως, ΝΜΑ [στέφω] η ενέργεια τού στέφω, στεφάνωση νεοελλ. 1. η επίσημη τελετή τής ανάρρησης ηγεμόνα στον θρόνο, κατά την οποία αυτός φορεί για πρώτη φορά το στέμμα 2. η τελετή τού γάμου, το στεφάνωμα …   Dictionary of Greek

  • στεφάνωμα — στεφάνωμα, το και στεφάνωση, η 1. περιβολή με στεφάνι. 2. επιβράβευση, ανταμοιβή. 3. στέψη: Το στεφάνωμά τους έγινε από το δεσπότη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»